- σκιώδη
- σκιώδηςshadyneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)σκιώδηςshadymasc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)σκιώδηςshadymasc/fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκιώδης — ες / σκιώδης, ῶδες, ΝΜΑ [σκιά] σκιερός νεοελλ. 1. μτφ. όμοιος με σκιά 2. συνεκδ. πολύ άτονος, σχεδόν ανύπαρκτος («σκιώδης αντίσταση») 3. φρ. «σκιώδης κυβέρνηση» ομάδα στελεχών την οποία συγκροτεί το κόμμα τής αξιωματικής αντιπολίτευσης,… … Dictionary of Greek
Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος — (11ος αι.).Βυζαντινός αξιωματούχος. Ήταν αδελφός του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ’ και καταγόταν από την Παφλαγονία. Υπηρέτησε στη βυζαντινή Αυλή ως ευνοούμενος του Ρωμανού Γ’ (1028 34) και διετέλεσε διαδοχικά προιπόσιτος (αρχιευνούχος του παλατιού) και… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
σκιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, σχεδόν ανύπαρκτος, φανταστικός, όχι πραγματικός: Η αντιπολίτευση σχημάτισε σκιώδη κυβέρνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)